Ο Λόλεκ – τραγουδοποιός, συνθέτης, ενορχηστρωτής και ένας από τους πιο αθόρυβα λεπταίσθητους χαρτογράφους του συναισθηματικού τοπίου της ελληνικής σκηνής – επιστρέφει αυτή τη φορά όχι με νέο άλμπουμ, αλλά με μια πρόκληση, τη ζωντανή μουσική συνοδεία της θρυλικής βωβής ταινίας Ο Άνεμος (The Wind, 1928) στα πλαίσια του 14ου Φεστιβάλ Πρωτοποριακού Κινηματογράφου Αθηνών και χτίζει έναν ηχητικό κόσμο που δεν ντύνει απλώς τις εικόνες αλλά τις αναπνέει.
Η ταινία, γυρισμένη υπό αφόρητες συνθήκες στην έρημο Μοχάβι, παραμένει ένα αξεπέραστο αριστούργημα, γεμάτο δράμα, ένταση και κινηματογραφική ποίηση. Αποκαταστάθηκε απο το ΜοΜΑ με την υποστήριξη του Lillian Gish Fund for Film Preservation.
Στον Άνεμο η μεγάλη σταρ του βωβού κινηματογράφου Λίλιαν Γκις ενσαρκώνει την ευαίσθητη Λέτι, που μεταναστεύει από την ήπια Ανατολή στην αμείλικτη αμερικανική Δύση. Εκεί, ένας ανελέητος άνεμος δέρνει αδιάκοπα την έρημο και το πνεύμα της, αποκαλύπτοντας τις κρυφές της φοβίες και πάθη. Ο Σουηδός σκηνοθέτης Βίκτορ Σιόστρομ μετατρέπει το τοπίο σε προέκταση της ψυχολογίας της ηρωίδας, δημιουργώντας μια αισθητηριακή εμπειρία που συνυφαίνει τον εξωτερικό κίνδυνο με τον εσωτερικό σπαραγμό.
Πριν βρεθεί στη σκηνή για να “συνομιλήσει” ζωντανά με ένα από τα αριστουργήματα του βωβού σινεμά, απάντησε στις ερωτήσεις της propaganda γι αυτή τη συνάντηση και μας σύστησε με τον πιο καθαρό τρόπο την pop μέσα του όπως και τις άβολες σιωπές της ερήμου, μαζί με τις εκπλήξεις που μπορεί να σου κάνει ο άνεμος, ακόμη κι όταν δεν φυσά.
Τι ήταν αυτό που σε προσέλκυσε στην ταινία; Τι είναι αυτό που την κάνει τόσο ξεχωριστή ;
Η αντίστιξη και παράλληλα συνδιαλλαγή της εξωτερικής συνθήκης με την εσωτερική κατάσταση των χαρακτήρων. Στο μεγαλύτερο μέρος της ταινίας τα εξωτερικά τοπία λειτουργούν ως καθρέφτης των ψυχολογικών καταστάσεων της ηρωδιάδες και αντιστρόφως.
Τι σημαίνει να παρουσιάζεις ζωντανά τη μουσική σου μπροστά σε κοινό που παρακολουθεί ταυτόχρονα την ταινία από την οποία έχει εμπνευστεί; Πώς αλλάζει το βίωμα;
Γενικότερα η live συνθήκη παιξίματος είναι η κατεξοχήν επικοινωνιακή συνθήκη. Όπως επανεφευρίσκεται στο παρόν μια παλιότερη ταινία, όταν προβάλλεται εκ νέου, έτσι και η μουσική την στιγμή που παίζεται ζωντανά συνδιαλέγεται με το εκάστοτε ακροατήριο.
Ποια ήταν η μεγαλύτερη πρόκληση στο να γράψεις μουσική για ένα έργο εποχής που όμως αισθητικά μοιάζει παράξενα σύγχρονο;
Αυτό ακριβώς είναι το γοητευτικό κομμάτι σε επίπεδο δημιουργίας και για μένα: ότι καλούμαι, εν λευκώ, να κάνω μουσική σε μια ταινία που έχει γυριστεί περίπου εκατό χρόνια πριν. Ως αποτέλεσμα αυτού δημιουργείται ένα άχρονο πεδίο βιώματος, μια ετεροτοπία που δημιουργεί συνδιαλλαγή του τότε με το σήμερα και συμβάλλει στην επανεφεύρεση της ταινίας στο παρόν Κατ’ αυτόν τον τρόπο αυτά τα έργα παραμένουν πανανθρώπινα και διαχρονικά.
Πιστεύεις ότι η ζωντανή μουσική επαναφέρει έναν χαμένο τρόπο θέασης του σινεμά; Ότι δίνει το έργο ξανά «πίσω» στο σώμα ;
Όπως και για μένα έτσι και αρκετούς νεότερους, ο βωβός κινηματογράφος είναι μια άγνωστη συνθήκη που δεν βιώθηκε όταν συνέβαινε. Ακριβώς και για αυτόν τον λόγο έχει ιδιαίτερη γοητεία, και αν σκεφτούμε ότι οι πρώτες ταινίες ήταν βωβές συνοδεία μουσική, μας φέρνει σε επαφή με την αρχή του κινηματογράφου. Με αυτόν τον τρόπο είναι σαν να ανοίγουμε στο παρόν μια καλλιτεχνική συνομιλία με έργα του παρελθόντος.
The Wind Λόλεκ
Ο Σιόστρομ γύρισε την ταινία στη Μοχάβι κάτω από ακραίες συνθήκες. Πέρασε αυτό το «ασφυκτικό» περιβάλλον στη δική σου σύνθεση;
Θέλω να πιστεύω πως πέρασε στην μουσική που έκανα η αίσθηση της ασφυξίας. Αυτό ήταν που κινητοποίησε και εμένα. Αναλόγως των σκηνών και το πως μπλέκουν η μια με την άλλη, δηλαδή το τι έχει προηγηθεί και το τι έπεται σε επίπεδο μουσικής αφήγησης, η μουσική άλλοτε λειτουργεί σε αντίστιξη και άλλοτε σε ευθυγράμμιση με την εικόνα ώστε να δημιουργήσει την αίσθηση που θέλω. Κάτι πολύ ενδιαφέρον και δύσκολο είναι να καταφέρεις να συμπεριλάβεις πολλές διαφορετικές συναισθηματικές ποιότητες σε ένα μουσικό θέμα οι οποίες να συμπορεύονται με την εικόνα.
Ο άνεμος στην ταινία λειτουργεί σχεδόν σαν χαρακτήρας. Πώς μπορείς να προσεγγίσει κανείς μια τόσο «αόρατη παρουσία»;
Η μουσική είναι συστατικό στοιχείο της οπτικοακουστικής εμπειρίας, συνεπώς οφείλει τουλάχιστον από την σκοπιά του δημιουργού να είναι ακόμα ένας από τους χαρακτήρες επί σκηνής, είτε μιλάμε για θεατρική είτε για κινηματογραφική αφήγηση. Η μουσική εκτός από το αμιγώς ακουστικό ερέθισμα δημιουργεί ποιότητες χώρου και χρόνου. Συνάμα είναι εν δυνάμει μια επιπλέον δίοδος στην εσωτερικότητα του ψυχισμού των πρωταγωνιστών.
Ο άνεμος εκφράστηκε άλλοτε με σκληρό ήχο δίνοντας έμφαση στην βιαιότητα του ως συνθήκη στην οποία βρίσκονται εκτεθειμένοι οι ήρωες και άλλοτε με πιο abstract ήχο δημιουργώντας πιο ήσυχα ηχοτοπία.
Ποιος είναι ο αγαπημένος σου ήχος όταν σκέφτεσαι έρημο;
Δεν ακούω κάτι αν σκεφτώ έρημο. Είναι όλα mute.
Η ταινία παίζει πάντως συνεχώς με την ένταση ανάμεσα στον εξωτερικό κίνδυνο (την έρημο, τον άνεμο) και τον εσωτερικό (φόβος, μοναξιά, παραισθήσεις). Πώς το μετέφερες αυτό μουσικά;
Δυστυχώς δεν μπορώ και δεν θέλω να το διατυπώσω με λέξεις. Δεν είμαι τόσο ικανός με τις λέξεις και τον τελευταίο καιρό τις αποφεύγω μάλιστα και στην μουσική που φτιάχνω. Σε ορισμένες περιπτώσεις η μουσική λειτουργεί ως ένα αόρατο όριο του εξωτερικού και του εσωτερικού, ενώ σε άλλες αυτό το όριο καταλύεται και ο εξωτερικός κίνδυνος με την εσωτερική μοναξιά συγχέονται και «συνομιλούν».
Αν ο άνεμος στην ταινία είχε… playlist, ποιο τραγούδι θα άνοιγε το set;
Το “Symphony No.3 Passacaglia – Allegro Moderato” του Penderecki
Δούλεψες με κάποιο μοτίβο ή leitmotif για την ηρωίδα; Υπάρχει ένα «μουσικό αποτύπωμα» της Λέτι;
Θα έλεγα πως όλη η μουσική είναι φτιαγμένη γύρω από την συναισθηματική κατάσταση της Λέτι. Μια βίαιη συνάντηση με μια δύσκολη νέα πραγματικότητα και η πορεία στο σκοτάδι.
Πώς συνδέθηκες με την ψυχολογία της Λέτι;
Το συναίσθημα του φόβου είναι αυτό με το οποίο καλείται να αναμετρηθεί η Λέτι και με την σειρά μου και εγώ σε αυτό εστίασα προκειμένου να το αποδώσω σε ήχο και μουσική. Αυτό το συναίσθημα με την σειρά του πυροδοτεί και την υπαρξιακή αναμέτρηση της Λέτι με τον φόβο του αγνώστου και την συνάντηση της με την εταιρότητα.
Όταν γράφεις μουσική για ταινία χωρίς διάλογο, νιώθεις ότι έχεις περισσότερη ευθύνη; Ότι η μουσική «μιλά» αντί της φωνής;
Σαφώς στις ταινίες χωρίς διαλόγους δίνεται πολύ περισσότερος χώρος στην μουσική η οποία καλείται να παίξει πολλαπλούς ρόλους. Δεν έλεγα όμως ότι αισθάνομαι περισσότερη ευθύνη. Το αντίθετο μάλιστα- αισθάνομαι πιο ελεύθερος και πιο πλήρης. Πολλές φορές για να φθάσουμε στην κατανόηση δεν χρειάζεται να το αρθρώσουμε δια του λόγου. Η μουσική σε συνδυασμό με την εικόνα είναι επαρκής συνθήκη πυροδότησης της αντιληπτικής μας ικανότητας και ίσως και σε μεγαλύτερο βαθμό αν σκεφτεί κανείς ό,τι απευθύνονται στο αισθητηριακό επίπεδο και όχι τόσο στο ορθολογικό.
Στις συνθέσεις σου γενικά υπάρχει, νιώθω, μια ούτως η άλλως έντονη κινηματογραφική αίσθηση. Πόσο σε επηρεάζει το σινεμά τελικά στη γραφή σου;
Συμφωνώ με την αίσθηση σου και χαίρομαι που το αντιλαμβάνεσαι. Νομίζω ό,τι με επηρεάζει πολύ περισσότερο απ’ ότι ο λόγος και ο στίχος. Μια κινηματογραφική εικόνα μαζί με μουσική έχει τεράστια δύναμη. Δυστυχώς η αίσθηση μου είναι ότι αυτό που λέμε κινηματογραφική μουσική έχει αρχίσει να έχει μικρότερη παρουσία σε σύγχρονες ταινίες σε σχέση με το παρελθόν. Δεν μπορώ να θυμηθώ εύκολα κάποιο εμβληματικό soundtrack από πρόσφατη ταινία. Προσωπικά βλέπω μια τάση περισσότερου sound design και ηχοτοπίων και όχι μουσικής που συνδέεται άρρηκτα με την ταινία και συμβάλλει στην δραματουργία. Λείπουν εκείνα τα soundtracks που τα ακούς και είναι σαν να βλέπεις την ταινία στο μυαλό σου.
Ποιο σημείο της ταινίας απαιτεί από σένα τα πιο… Lolek vibe;
Θα έλεγα ότι οι σκηνές στο σπίτι με τον Wirt και έπειτα με τον Lige είναι αυτές που με κινητοποίησαν ιδιαίτερα.
Ποιο τραγούδι από τη δισκογραφία σου νιώθεις ότι σε ορίζει περισσότερο από τα υπόλοιπα;
Αυτό που μπορώ να πω είναι πως οτιδήποτε έχω κάνει δισκογραφικά με εξέφραζε απόλυτα την εποχή που συνέβη. Όταν επανέρχομαι σε αυτά, νιώθω κάθε φορά διαφορετικά ανάλογα με την χρονική στιγμή στην οποία βρίσκομαι. Είναι όπως μια παλιά φωτογραφία όπου ενώ μπορεί να απεικονίζει εσένα, πολλές φορές κοιτάζοντας την μπορεί να αισθάνεσαι παράξενα η ανοίκεια και άλλες φορές γνώριμα και οικεία. Η σχέση μας με το παρελθόν είναι πάντα πολύ ενδιαφέρουσα και για τον καθένα από μας λειτουργεί με διαφορετικό τρόπο. Προσωπικά χαίρομαι γιατί στα τέσσερα άλμπουμ που έχω κάνει όπως και στη μουσική για θεατρικές παραστάσεις η κινηματογράφο να εκφράσω αρκετά συναισθήματα που συνθέτουν σε ένα μεγάλο βαθμό το ποιος είμαι σήμερα.
Υπάρχει κάποιος τραγούδι ή δίσκος που να νοιώθεις πως σε “άνοιξε” μουσικά όταν ήσουν μικρός;
Το In Utero των Nirvana με βρήκε σε ηλικία 12 ετών και με στιγμάτισε. Έχει τεράστια δύναμη αυτό το άλμπουμ. Ωμό, ακατέργαστο αλλά και τόσο εύθραυστο, οργισμένο σαν κραυγή για βοήθεια. Ο Κομπέιν σε ηλικία 26 χρονών και μόλις επιτυχημένος, αδιαφορεί πλήρως για την επαγγελματική του «εξέλιξη» και κάνει έναν δίσκο ώστε απλά να αρέσει στον ίδιο θεωρώντας αυτονόητο ό,τι απλά θα αποτύπωνε με έναν ήχο αφτιασίδωτο την συναισθηματική κατάσταση στην οποία βρισκόταν. Δεν χρειάζεται νομίζω να αναλύσουμε τι κότσια χρειάζεται για να κάνει κάποιος κάτι τέτοιο.
Ποιο όργανο ή ποιος ήχος θεωρείς πραγματικά “δικό σου”; Που όταν το ακούς να λες “αυτό είμαι εγώ”;
Γενικά μου αρέσουν τα έντονα πράγματα. Και σε επίπεδο ήχου και μελωδίας αλλά και στίχων. Έντονο μπορεί να είναι κάτι παραμορφωμένο και dissonant αλλά ταυτόχρονα και κάτι πολύ γλυκό. Στα γλυκερά και στα χιπστεροφασέικα έχω μόνο σοβαρή δυσανεξία. Και δυστυχώς εξαπλώνονται με ρυθμούς πανδημίας.
Μπορείς να μου πεις τρία άλμπουμ ή τραγούδια που να αγάπησες φέτος για να τα βάλω στην λίστα μου;
Μπορώ να προτείνω τρία άλπουμ του 2024 που μου άρεσαν πολύ γιατί φέτος δεν έχω συνδεθεί με κάτι ιδιαιτέρως:
Beak – “ >>>>”
Thurston Moore – “Flow critical Lucidity”
OXN – “CYRM”
Ο Άνεμος θα παρουσιαστεί την Τρίτη 16 Δεκεμβρίου 2025, στις 19:15, στην Ταινιοθήκη της Ελλάδος.