Κατεβαίνω τα φημισμένα σκαλιά. Έξω βοή, κίνηση, πανό, συνταξιούχοι που διεκδικούν με τον μόνο τρόπο που μπορούν μια θέση σε έναν πιο εύκολο κόσμο. Μέσα, ησυχία. Τριάντα τρία χρόνια μετά το ανέβασμα της Γέρμα από τον Μίμη Κουγιουμτζή, στη μνήμη του οποίου αφιερώνεται και η παράσταση, η τραγική ηρωίδα του Λόρκα ζωντανεύει ξανά στη σκηνή του Θεάτρου Τέχνης με νέα σκηνοθετική ματιά, της Μαρίας Πρωτόπαππα. Πηγαίνω νωρίτερα. Είναι ήδη εκεί. Ωραία σκέφτομαι, δικός μου άνθρωπος, κοινές συνήθειες. «Οργανώνω για να είμαι νωρίτερα. Και μετά λέω: ευτυχώς που ξεκίνησα τρέχοντας», θα πει χαμογελώντας. Είναι τρόπος. Οργάνωση και χάος μαζί. Πρόνοια και ένστικτο.
Το Θέατρο Τέχνης έχει μια ιδιαίτερη ενέργεια που δεν εξηγείται εύκολα. Κάτι από τις χιλιάδες πρόβες, τις ανάσες των θεατών, τον χρόνο που έχει καθίσει στους τοίχους. Έχει και μια περίεργη συμπόνια – σαν να έχουν περάσει από εδώ άνθρωποι που το αγάπησαν πολύ και προσπάθησαν ακόμη περισσότερο. «Εδώ έδωσα εξετάσεις», λέει. «Εγώ ήθελα εδώ να έρθω. Μόνο αυτό ήθελα. Είχα έρωτα μ’ αυτά που έβλεπα. Όχι ότι τα άλλα θέατρα δεν μ’ άρεσαν. Απλά εδώ είχε έναν άλλο αέρα». Θυμάται εκείνη την πρώτη χαρά. Τότε που μπήκε. Τίποτα δεν ήταν ρόδινο, λέει, αλλά υπήρχε δουλειά. Από το πρώτο έτος. «Μπαίναμε στα βαθιά. Δεν βγαίναμε να μας “γνωρίσουν”. Ήμασταν μέσα, στην αγκαλιά. Μαθαίναμε και δουλεύαμε ταυτόχρονα. Κερδίζαμε χρόνο εμπειρίας».
Μιλάει για τύχη. Αν υπάρχει· αυτό το περίφημο timing, να είσαι στη σωστή θέση στο σωστό σημείο. «Δεν πιστεύω στην Τύχη με κεφαλαίο. Πιστεύω στο τυχαίο. Δεν μπορείς να οργανώνεις τα πάντα». Το ζήτημα, λέει, είναι η θέση σου απέναντι στο τυχαίο. «Να είσαι εκεί για να το αντιληφθείς». Η αποτυχία δεν την τρομάζει. «Έχω αποτύχει πολλές φορές. Στο καλλιτεχνικό σε ενοχλεί μόνο αν δεν χαίρεσαι. Αν δεν έχεις ξεκλειδώσει κάτι». Ξέρει ότι δεν θα φτάσει ποτέ αυτό που ονειρεύεται. «Υπάρχουν υλικά, συνθήκες, εμπόδια. Κρατάω ρεαλισμό και ανυποχώρητο μαζί».
Στη δουλειά της αυτό μεταφράζεται σε μια περίεργη ισορροπία. «Μου αρέσει η πρόνοια. Αλλά ανοίγω πάρα πολύ στο ένστικτο. Αν κάτι περάσει από μπροστά μου και με ερεθίσει, θέλω να μπορώ να το αρπάξω». Δεν είναι ρομαντισμός. Είναι σαν μέθοδος. «Βάζω ζητούμενα. Ξέρω ότι χρειάζομαι κάτι – όχι ακριβώς τι, αλλά τι υλικά χρειάζονται. Κι όταν περνάνε από μπροστά μου, τα βλέπω». Της αναφέρω με πολλά θαυμαστικά την Αντιγόνη του Ανούιγ που είχε ανεβάσει πριν λίγα χρόνια, επίσης στο Θέατρο Τέχνης. Θυμάται πως και εκεί υπήρξαν πράγματα που γεννήθηκαν από λάθος. «Κάποιος πνίγηκε, βγήκε να πιει νερό. Και ξαφνικά δημιουργήθηκε η ρωγμή που χρειαζόμουν. Αυτό το κρατάς. Δεν είναι όλα εγκεφαλικά». Τα ξαφνικά τα εμπιστεύεται. «Αν τα δεις».
Αν το ένστικτο είναι το ένα της πόδι, η γλώσσα είναι το άλλο. Και εκεί δεν χαρίζεται. Τα «μεγάλα κείμενα» είναι πεδία εξόρυξης. Ιστορία, ετυμολογία, γραμματικοί χρόνοι, επιρροές από θρησκείες, από πολιτικά συμφραζόμενα. «Για να μπορέσεις να τα πλησιάσεις, πρέπει να κάνεις διατριβή», λέει η Μαρία Πρωτόπαππα. «Η ισπανική παράδοση, η ιστορία, η ποίηση με τις αραβικές επιρροές, το μεσαιωνικό θέατρο που την πάει ακόμη πιο πίσω, οι θρησκείες, οι συγκεκριμένοι ποιητές, τα κινήματα των αρχών του 20ού αιώνα, οι σουρεαλιστές, όλα αυτά συνυπάρχουν. Πρέπει να βρεις κάποια από τα απτά στρώματα μέσα στις επιστρώσεις. Υπάρχουν καλλιτέχνες που δεν είναι ευανάγνωστοι. Και εμένα μ’ αρέσει αυτό το “ψαχτικό”. Δεν το βαριέμαι. Είναι ο τρόπος μου».
Δεν γκρινιάζει για όσα δεν έχει. «Αυτοί είναι οι χρόνοι. Αυτά είναι τα υλικά. Με αυτά μαγειρεύεις». Κρατάει μια στάση ταυτόχρονα ήρεμη και ρεαλιστική. Στην Ανδρομάχη, που αγαπήθηκε τόσο στην Επίδαυρο, αφιέρωσε τεράστιο χρόνο. Άεργο χρόνο. Κι αυτό, λέει, σημαίνει ότι την αγάπησε. Αγάπησε το κείμενο, το έργο, τον Ευριπίδη. Χωρίς ψευδαισθήσεις. «Δεν μπορείς να τον αποδώσεις πλήρως. Ούτε στη γραφή δεν μπορείς. Αυτό που μπορείς να κάνεις είναι νύξεις. Και μ’ αυτές τις νύξεις είμαι απολύτως εντάξει. Είμαι εδώ γιατί ξέρω ότι αυτό μπορώ να κάνω». Τη χαροποιεί το ξεκλείδωμα. Ακόμη κι αν άλλοι πάρουν αυτά που άνοιξε και τα προχωρήσουν παραπέρα. Υπάρχουν άνθρωποι ειδικοί. Δεν χρειάζεται να τα κάνει όλα. Το σημαντικό είναι να συμβεί εκείνη η στιγμή που κάποιος λέει: «Δεν το περίμενα έτσι. Όπως, για παράδειγμα στην Αντιγόνη. Ο βερμπαλισμός του Ανούιγ δεν ήταν αισθητικός ναρκισσισμός· ήταν τρόπος επιβίωσης. Μέσα από αυτόν κατάφερε να περάσει τη λογοκρισία, την ώρα που έξω από το θέατρο υπήρχε η Γκεστάπο».
Υπήρξαν φορές που διάβαζε μεταφράσεις και κάτι δεν της κόλλαγε. Σε ένα μάθημα στο Εθνικό, στο τμήμα σκηνοθεσίας, δουλεύοντας σκηνικό λόγο πάνω σε απόσπασμα που της άρεσε από την Αντιγόνη, συνέβη κάτι αποκαλυπτικό. Ένας φοιτητής, ο Νικόλας Λαμπάκης, με σπουδές Νομικής στο Παρίσι, άρα με άριστα γαλλικά, της εξήγησε έναν γραμματικό χρόνο που δεν της στεκόταν. Ήταν μέλλοντας, αλλά όχι ο συνηθισμένος· υπονοούσε υπόθεση, δυνατότητα. Εκεί κατάλαβε γιατί κάτι της φαινόταν εκρηκτικό και ποιητικό στο πρωτότυπο, αλλά είχε χαθεί στη μετάφραση. «Αυτά τα πράγματα είναι δύσκολα. Και χάνονται» μου διευκρινίζει.
Και στην περίπτωση του Λόρκα τι συνέβαινε όμως; «Υπήρχε πάντα ένα πρώτο κάλυμμα», λέει. «Έτσι διαβάζονταν, έτσι μεταφράζονταν τα έργα. Οι μεταφραστές ήξεραν σε ποιον απευθύνονταν. Έπρεπε να φτιάξουν κάτι οικείο, κάτι αναγνωρίσιμο. Οι μεταφράσεις έγιναν για τον κόσμο της εποχής τους. Την ίδια στιγμή, οι διανοούμενοι καταλάβαιναν πολύ καλά τι πραγματικά συνέβαινε από κάτω. Γι’ αυτό τον αγάπησαν, τον λάτρεψαν, τον εξύμνησαν. Αλλά όλα αυτά δεν μπορούσαν να βγουν εντελώς μπροστά».
Η Γέρμα δεν ήταν δική της αρχική πρόθεση. Ήρθε ως πρόταση της Μαριάννας Κάλμπαρη. Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα δεν ξαναπιάνεται εύκολα, το ήξερε. Τον είχε συναντήσει πέρσι με το Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα. «Θέλει χρόνο. Γιατί εγώ φτιάχνω και τον λόγο», μου λέει. Στην προκειμένη περίπτωση, η Ελένη Σπετσιώτη, με την οποία συνεργάζονται τα τελευταία χρόνια και γνωρίζει ισπανικά, έφτιαξε την πρώτη ύλη, την κατάληξη. Από εκεί και πέρα ξεκίνησε η δουλειά: έρευνα, διάβασμα, επιστροφή στο κείμενο, ξανά και ξανά.
Ψάχνοντας περισσότερο, άρχισε να καταλαβαίνει και κάτι ακόμη. «Ο Λόρκα έγραφε λαϊκό θέατρο όχι επειδή προερχόταν από τα λαϊκά στρώματα, αλλά επειδή τα αγαπούσε βαθιά. Γεννήθηκε σε χωριό. Μεγάλωσε με νταντάδες από τα χωριά και τα βουνά, άκουγε ιστορίες, τιμές, παραδόσεις. Όλα αυτά πέρασαν μέσα στη γλώσσα του, στη μουσικότητα, στις εικόνες. Έγραφε έργα που μπορούσαν να τα καταλάβουν και άνθρωποι χωρίς μόρφωση, που δεν είχαν μελήσει, που δεν ήταν αναγκαία διανοούμενοι, απλός κόσμος χωρίς θεωρητικό υπόβαθρο – κι όμως είχαν τόσες επιστρώσεις, τόσες αναφορές, που μέσα στο φαινομενικά απλό υπήρχε ολόκληρος κόσμος».
Γι’ αυτό, λέει, οι συμβολισμοί του δεν είναι μονοσήμαντοι. Δεν είναι ότι «το άλογο σημαίνει αυτό». Μου λέει πως στη Μπερνάρντα Άλμπα, δουλεύοντας την τρίτη πράξη, κόλλησε. Κάτι δεν έβγαινε. Ψάχνοντας την ετυμολογία των ονομάτων, τον τρόπο που δένει τις λέξεις, ανακάλυψε αναφορές στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Τα δύο άλογα που εμφανίζονται – το λευκό και το μαύρο – αντιστοιχούσαν σε μορφές της Αποκάλυψης. «Έπαθα σοκ», λέει. «Γιατί αυτά ήταν γνώριμα σε ανθρώπους που μεγάλωναν τότε μέσα σε θρησκευτικές αφηγήσεις. Εμείς δεν τα ξέρουμε πια. Και δεν είναι μόνο ο χριστιανισμός. Υπάρχουν εβραϊκές, ισλαμικές αναφορές, γραφές που διασταυρώνονται. Το θέατρο του Λόρκα είναι γεμάτο από αυτές τις υπόγειες συνδέσεις. Και για να μπορέσεις να τις ακούσεις, πρέπει να σκύψεις. Να σκάψεις. Να επιμείνεις».
Η μετάφραση είναι, για την Πρωτόπαπα, μια από τις μεγάλες αδικίες του πολιτισμού. «Δεν πληρώνεται ο χρόνος. Κι όμως χωρίς χρόνο δεν υπάρχει βάθος. Αδικούνται οι μεταφραστές, οι λογοτέχνες και τελικά το θέατρο. Έξι μήνες είναι το απολύτως ελάχιστο. Κανονικά θέλουν χρόνια». Κι όμως, όλη αυτή η δουλειά δεν γίνεται για τους μυημένους. «Με ιντριγκάρει ο θεατής που δεν ξέρει γιατί συγκινείται. Κάποιος έφερε μια αλήθεια. Κι αυτή η αλήθεια περνάει». Αυτός που δεν έχει διαβάσει Λόρκα, δεν ξέρει ιστορία, κάτι του ξεκλειδώνεται. «Κι εγώ από άγνοια ξεκινάω, το ομολογώ. Ξέρω όμως κάποιες βασικές τεχνικές. Όπως ο χορευτής που ξέρει να κάνει κάποια βασικά βήματα. Αν θέλει να πετάξει κάπου, θα ξέρει πως να κάνει ένα άλμα. Για μας υπάρχει το σώμα και ο λόγος και όλη η εκφραστικότητα. Αλλά άμα δεν έχω τη μετάφραση ή την απόδοση, δεν μπορώ να κάνω τίποτα».
Το θέατρο, λέει, είναι σαν το μαγείρεμα. «Μπορεί να είναι φίνο το υλικό. Αν μαγειρευτεί σωστά, θυμίζει κάτι δικό σου. Μια γεύση. Κάτι οικείο». Οι μεγάλοι καλλιτέχνες, πιστεύει, δούλευαν μεταξύ τους σαν να μαγείρευαν όλοι μαζί. Συνομιλούσαν. Κι αυτό γινόταν σε όλη την Ευρώπη. Υπήρχε φοβερός βρασμός. Όταν έρχεται σε επαφή με αυτούς τους ανθρώπους, τους καλλιτέχνες, μου λέει, είναι σαν να πηγαίνει στο πανεπιστήμιο. Κι αυτό της αρέσει πάρα πολύ.
Αφήνουμε για λίγο στην άκρη τον Λόρκα και περνάμε στον Τόμας Μπέρνχαρντ. Η πρώτη επαφή δεν ήταν απλώς δύσκολη· ήταν αδιέξοδη. «Όταν τον πλησίασα αρχικά, δεν καταλάβαινα τίποτα», λέει η Μαρία Πρωτόπαππα χωρίς καμία διάθεση ωραιοποίησης. Ο Γιάννος Περλέγκας, που είχε βαθύ έρωτα με το έργο του, της έδινε βιβλία, κείμενα, προτάσεις. Κάποια στιγμή της είπε: ας κάνουμε κάτι με αυτό. «Και του απάντησα ειλικρινά: δεν μπορώ να σας εξυπηρετήσω. Δεν ξέρω να το παίξω. Δεν καταλαβαίνω. Τα εργαλεία μου είναι αλλού». Δεν το έλεγε από φόβο, αλλά από επίγνωση. «Υπάρχουν όρια. Ο καθένας έχει, ας πούμε, μια ειδίκευση». Τότε ήξερε ότι δεν μπορούσε να το διαχειριστεί. Κι αυτό ήταν εντάξει. Μέχρι που κάποια στιγμή βρέθηκε μπροστά της. Ρίτερ, Ντένε, Φος. Αναγκαστικά σχεδόν. «Είπα: τώρα την πάτησα. Αυτό είναι το έργο. Πάμε να δούμε». Εκεί ξεκίνησε μια δουλειά άλλου βάθους. Ευτυχώς υπήρχε χρόνος. Και όσο περισσότερο δούλευε, τόσο περισσότερο θαύμαζε τον Μπέρνχαρντ – χωρίς καμία διάθεση εξιδανίκευσης. «Η ζωή του ήταν πολύ δύσκολη. Δεν θα ήθελα να είμαι στη θέση του. Κι όμως, ο λόγος του ήταν ξανά εκρηκτικός. Όχι με τον τρόπο του Λόρκα, αλλά με μια σκληρότητα που σε έπιανε από τον λαιμό. Ο Μπέρνχαρντ ήταν σκληρός με τους συμπατριώτες του, τους αμφισβητούσε ανοιχτά για τη σιωπή τους, για την αποδοχή, για το γεγονός ότι η Αυστρία είχε δεχτεί τον Χίτλερ».
Η πρώτη φράση του έργου την στοιχειώνει ακόμη: «Ένα πολύ καυτό μπάνιο κάνει ο αδερφός μου μέσα». Το λέει και ανατριχιάζει. «Όταν το διαβάζεις έτσι, λες: εντάξει». Αλλά αν το απομονώσεις, αν το φωτίσεις, αν αρχίσεις να ψάχνεις τι μπορεί να σημαίνει, ανοίγει ένας ολόκληρος τρόμος. Για τους Αυστριακούς, εκείνη η φράση δεν ήταν ουδέτερη. Ήταν αισθητηριακή μνήμη. Ήταν το Άουσβιτς. Ήταν ό,τι ακολούθησε. «Το σκέφτηκα κατευθείαν», λέει. (Το σκέφτηκα αμέσως μόλις το είπες, συμφώνησα). «Και τότε προκύπτει το πραγματικό ερώτημα: πώς το μεταφέρεις αυτό στο θέατρο; Όχι με υποσημειώσεις. Όχι με «λεξικά» δίπλα στον θεατή. Όχι για να θαυμάσει κανείς την τέχνη». Το θέατρο, για εκείνη, είναι εκφορά. Είναι έκφραση. Είναι το πώς οι ηθοποιοί, με τη βοήθεια της σκηνοθεσίας, μεταφέρουν αυτό που μπορεί να σημαίνει μια φράση. Για να φτάσει όμως εκεί, χρειάζεται ξανά η αόρατη δουλειά. Πάμε πάλι. Διατριβές. Πανεπιστημιακές μελέτες. Ένας καθηγητής από την Ουαλία. Κείμενα νεότερων ερευνητών. Όπως και με τον Λόρκα, έτσι και εδώ, άλλοι πολιτισμοί είχαν κάνει καταλόγους, αναλύσεις, ταξινομήσεις φράσεων.
Μια φωτογραφία ενός νεαρού Κουν μας κοιτά μέσα από το τζάμι του γραφείου από ψηλά. Ξαναγυρίζουμε στη «Γέρμα – Η ανεκπλήρωτη». Στη δική της ανάγνωση του έργου, το κέντρο δεν είναι η «καταπιεσμένη γυναίκα». Είναι το ζευγάρι. «Ένα σπίτι. Δύο άνθρωποι που αγαπιούνται, χωρίς ερωτικό πόθο, σέβονται ο ένας τον άλλον, αλλά δεν μπορούν να ζεσταθούν, να ενωθούν και να ακολουθήσουν τα ένστικτα τους. Δεν μπορούν να ζήσουν. Να απολαύσουν ακόμη και αυτά που έχουν. Η Ισπανία ήταν ένας τόπος με πολύ δυνατό εργατικό δυναμικό και με εύφορη γη. Οι γυναίκες και τα χέρια – τα αντρικά χέρια. Αυτά τα δύο στοιχεία υπήρχαν. Και γύρω τους η φαντασίωση του μεγαλείου. Η κληρονομιά της δόξας, ο ξεπεσμός, η πολιτική αστάθεια, οι χιλιάδες πολιτικές φωνές, οι δικτατορίες, η γέννηση του εμφυλίου. Όλα αυτά εμπόδισαν αυτά τα δύο στοιχεία, ενώ είχαν όλα τα φόντα, να γεννήσουν μια θετική εποχή, μια θετική αύρα».
Ο Λόρκα άκουγε πολύ τις γυναίκες. Μεγάλωσε με γυναίκες. «Θείες, ξαδέρφες, ένα περιβάλλον προστατευμένο, περιφραγμένο, αλλά ανοιχτό σε πολλές φωνές», λέει. «Άκουγε από πολλές πλευρές. Οι άντρες δεν μιλούσαν. Και δεν μιλούν ακόμη. Ούτε ο Χουάν μιλά. Και αυτό για μένα είναι κομβικό. Νομίζω ότι ο Λόρκα εστιάζει συνειδητά στο ζευγάρι, ακριβώς επειδή βλέπει έναν άνθρωπο ακόμη πιο καταπιεσμένο από τη Γέρμα: έναν άντρα που δεν έχει την ευκαιρία να ομολογήσει τον εαυτό του. Ο Χουάν είναι ένας άνθρωπος που ανέρχεται. Είναι δουλευτής της γης, εξαιρετικά προικισμένος σε αυτό που κάνει. Αφοσιώνεται σε όλη του τη ζωή στη δουλειά του. Δουλεύει σκληρά τη γη, φτιάχνει περιουσία, αλλάζει τάξη. Κι όμως λέει κάτι που είναι σπαρακτικό: ότι με τόση κούραση, με τόσο κόπο, δεν μπορεί να βάλει στο στόμα του ένα μήλο από αυτά που ο ίδιος παράγει και να το ευχαριστηθεί. Αυτό για μένα είναι τρομερό. Με πιάνουν τα κλάματα. Γιατί δεν μιλάμε για έναν άνθρωπο, μιλάμε για ολόκληρες γενιές ανθρώπων».
Τη ρωτάω αν υπάρχουν σωστά και λάθος βλέμματα. «Όχι, δεν υπάρχουν», λέει η Μαρία. «Θα ήταν λάθος να το δούμε πρόχειρα ή με έτοιμα φίλτρα. Στο έργο δεν υπάρχει πουθενά μια γυναίκα που καταπιέζεται από τον άντρα της. Αντίθετα, αυτός ο άντρας καταπιέζεται από την ίδια την πατριαρχία. Έψαξα με ακρίβεια τα ρήματα που χρησιμοποιεί ο Λόρκα όταν τα βάζει στο στόμα του. Και βλέπω έναν άνθρωπο που περιγράφεται ως καλός – πολύ καλός. Κάποια στιγμή λέει: «μακάρι να μην ήταν έτσι». Της παρέχει τα πάντα, ό,τι του ζητήσει. Προσπαθεί να της βρει λύσεις. Της προτείνει ακόμη και να πάρουν παιδί, να υιοθετήσουν, αν δεν μπορούν να το γεννήσουν. Δεν μπορώ να δω έναν καταπιεστή. Βλέπω έναν άνθρωπο που λέει: βασανίζεσαι και βασανίζεις κι εμένα. Έναν άνθρωπο χωρίς βούληση, ενώ θεωρητικά, μέσα στο καθολικό πλαίσιο, ο ρόλος του συζύγου θα ήταν αυτός του ποιμένα, της καθοδήγησης, με τη γυναίκα στο ρόλο του ποιμνίου. Αυτό είναι το θεωρητικό μοντέλο του γάμου. Στον καθολικό γάμο βεβαίως, η ένωση υπάρχει για έναν λόγο, την τεκνοποίηση. Αν αυτό δεν συμβεί, και οι δύο υπολείπονται κοινωνικά. Και εκείνος και εκείνη. Εκείνος όμως θέλει κάτι πολύ απλό. Να είναι αγαπημένος, να έχει γαλήνη στο σπίτι του, να κάνει ό,τι μπορεί. Και δεν αντέχει. Η κοινωνία είναι η πρώτη που καταπιέζει. Και ο Λόρκα το κατανοεί αυτό βαθιά. Ίσως λόγω του τρόπου που μεγάλωσε. Ίσως λόγω των χαρισμάτων του. Ίσως λόγω της τρομερής του ενσυναίσθησης».
Μου θυμίζει πως ο Λόρκα δεν υπήρξε ποτέ αδιαμφισβήτητος, ούτε καν στον κύκλο του. Δέχτηκε σκληρές επιθέσεις από συγχρόνους και φίλους του, από διανοούμενους καλλιτέχνες όπως ο Νταλί και ο Μπουνιουέλ. Τον κατηγορούσαν ότι ήταν υπερβολικά παραδοσιακός, ότι λειτουργούσε σαν «υπάλληλος», ότι δεν έβλεπε μπροστά του. «Η Γέρμα τού πήρε δύο με τρία χρόνια για να ολοκληρωθεί», διευκρινίζει, «κι αυτό δεν είναι άσχετο με το προσωπικό και υπαρξιακό της βάθος. Πολλοί πιστεύουν ότι μέσα από τη συγγραφή ξαναβίωσε τραύματα της παιδικής του ηλικίας: τον στιγματισμό στο σχολείο, την απόρριψη, την επίθεση πάνω σε αυτό που ήταν, στις επιθυμίες του, στη σεξουαλική του ταυτότητα, αλλά και στα καλλιτεχνικά υλικά με τα οποία επέλεγε να δουλέψει. Στη Γέρμα παίρνει τα πάθη της χώρας του και τα μεταφέρει στο αγροτικό τοπίο. Εκεί εστιάζει. Από εκεί αντλεί. Στο χώμα, στην καλλιέργεια της γης, στην αγροτιά – με όλα της τα αντιφατικά στοιχεία. Υπάρχει το άγριο, το ακαλλιέργητο, αλλά υπάρχει και η αγνότητα. Η επαφή με τη φύση. Οι άνθρωποι που τρέφουν τους ανθρώπους. Εκεί συγκεντρώνεται η ματιά του. Και μέσα από αυτό το βλέμμα ταυτίζει την Ισπανία της εποχής του με τη δική του υπαρξιακή κατάσταση: μια χώρα κάποτε πανίσχυρη, γεμάτη αίμα, παράδοση, δυναμική – και εγκλήματα. Μια χώρα που κουβαλά αμαρτίες, αλλά βρίσκεται σε μια στιγμή αθωότητας, ανίκανη να γεννήσει μέλλον».
Τη ρωτάω για τη γυναίκα της Γέρμα. Τι όμορφα χαρακτηριστικά θεωρεί πως έχει. «Τα έχει όλα», απαντά, «νιάτα, σωματικότητα, αίμα, καταγωγή. Κι όμως δεν μπορεί να φέρει παιδί στον κόσμο. Η μητρότητα εδώ δεν είναι βιολογικό γεγονός· είναι ερώτημα μέλλοντος. Είναι το πώς μπορείς να παράγεις συνέχεια, να προχωρήσεις, ακόμη και να φθαρείς. “Θα μπορέσω να πονέσω, να δώσω το μισό μου αίμα κι ας χαλάσω», μοιάζει να λέει, «αρκεί να υπάρχει προορισμός;”. Γιατί δεν υπάρχει άλλος. Δεν επιτρέπεται. Δεν υπάρχει ελευθερία».
Αναρωτιέμαι, τι θα νιώσει λοιπόν ο θεατής σήμερα; «Δεν μπορώ να πω τι πρέπει να νιώσει», λέει. «Αυτό που με ενδιαφέρει είναι με τι θα συνδεθεί. Το έργο γράφεται στις αρχές του 20ού αιώνα, πάνω στη μεγάλη βιομηχανική στροφή, στη μετάβαση της παραγωγής, στην άνοδο του καπιταλισμού. Ο Λόρκα έχει ήδη δει τη Νέα Υόρκη, έχει ζήσει κοντά στη Γουόλ Στριτ – έναν «τοίχο» από δρόμους, ανθρώπους, κίνηση. Λίγο μετά το κραχ, μέσα σε μια τεράστια οικονομική κρίση. Τότε που το σύστημα αλλάζει ριζικά. Η παραγωγή μετασχηματίζεται. Οι αγρότες πλήττονται βαθιά. Και τα απόνερα απλώνονται παντού. Αν το φέρουμε στο σήμερα, στις αρχές του δικού μας αιώνα, είχαμε τη μεγάλη κρίση του 2012, μετά την πανδημία -άλλη μια οικονομική και κοινωνική ρωγμή- και τώρα ξανά μια εποχή όπου «κλείνουν τα πάντα». Γιατί πάλι αλλάζει η βάση. Αλλάζει το πού στηρίζεται η παραγωγή. Επαγγέλματα χάνονται. Τα παιδιά μας δεν ξέρουμε σε ποιον κόσμο θα μεγαλώσουν, πού θα στραφούν, τι θα σημαίνει δουλειά, ζωή, σταθερότητα. Σε τέτοια κύματα τεράστιων αλλαγών και αβεβαιότητας, το έργο του Λόρκα κουμπώνει σχεδόν απόλυτα. Η διαφορά είναι ότι εμείς γνωρίζουμε τι ακολούθησε. Έχουμε ιστορική γνώση. Εκείνοι δεν ήξεραν τι έρχεται. Ποτέ δεν ξέρεις πραγματικά το παρόν σου. Ρωτάς: ποιο μέλλον θα έχω; Τι θα παραδώσω; Ποια γενιά ήξερε ποτέ; Καμία. Κι όμως αυτοί οι άνθρωποι ήταν αυθεντικοί. Δεν δίνουν απαντήσεις, αλλά έχουν εμπειρία. Και σε αυτό το επίπεδο συνδεόμαστε μαζί τους: στο αίσθημα ότι ο κόσμος αλλάζει και δεν ξέρεις προς τα πού, από πολύ μικρός».
Στο τέλος, όλα επιστρέφουν στην ακεραιότητα. «Για να αφεθείς στο ποτάμι, πρέπει να έχεις κάπου μια σταθερά». Και στην ευθύνη. «Ζητάμε μέλλον. Αλλά τι δίνουμε; Πώς το χτίζουμε;».
Η συζήτηση διακόπτεται από ανθρώπους που μπαίνουν και βγαίνουν. Ο χώρος χορταίνει ζωή. Η αίσθηση ότι τίποτα εδώ δεν τελειώνει – απλώς συνεχίζει να ρέει, παντού. «Η μεγαλύτερη χαρά που παίρνω από αυτή την εργασία», λέει η Μαρία, «είναι ότι βρίσκομαι ξανά σε έναν δημιουργικό διάλογο με τον Γιάννο, και με αυτόν τον συγγραφέα. Εκεί που νομίζεις ότι έχεις καταλάβει κάτι, ξαναγυρνάς στην αρχή. Και αυτό δεν τελειώνει. Για μένα είναι απόλαυση να παίζω αυτό τον ρόλο μέσα σε αυτή τη συνθήκη. Δεν είναι εύκολο «τρενάκι», αλλά είναι μια απόλαυση όχι επειδή είναι ευχάριστη, αλλά επειδή είναι ζωντανή».
Αν ζούσε σήμερα η Γέρμα πως θα ήταν; Με τριγυρίζει αυτή η απορία. Την ακούω να λέει «Δεν θα ζούσε εδώ. Έζησε τότε, εκεί. Σήμερα υπάρχουν άλλες γυναίκες, με άλλα ή και τα ίδια ζητήματα. Η ελευθερία, τόσο για τις γυναίκες όσο και για τους άντρες, δεν είναι μόνο εσωτερική ή υπαρξιακή. Είναι κοινωνική, οικονομική, πολιτική. Η κοινωνία συνεχίζει να αγαπά ή να απορρίπτει ανθρώπους ανάλογα με το αν «παράγουν» μέλλον. Και ζητάμε πολύ μέλλον. Αλλά τι δίνουμε για να υπάρξει; Αν μιλάμε για παιδιά, για δημιουργία, για συγκεκριμένο έργο, πόσο εύκολο είναι; Πώς το φροντίζουμε; Πώς το χτίζουμε; Χρειαζόμαστε νέους ανθρώπους, νέους πολίτες, αλλά με τι όρους; Τους αφήνουμε συχνά μόνους τους να τα βγάλουν πέρα. Οι απαιτήσεις υπάρχουν· η στήριξη όχι. Και είναι σαν να ξεχνάμε ότι αυτοί οι άνθρωποι δεν είναι «άλλοι». Είμαστε εμείς. Οι επιλογές μας, η συλλογική μας συνείδηση, δεν βοηθούν πραγματικά την απελευθέρωσή μας. Ζητάμε ελευθερία, ζητάμε δικαιώματα, αλλά δεν τα περιφρουρούμε. Δεν κατανοούμε από τι αποτελούνται. Κι αυτό είναι το παράδοξο. Τα πιστεύουμε και δεν τα πιστεύουμε ταυτόχρονα. Δεν υπάρχει μία απάντηση. Υπάρχουν διαφορετικοί άνθρωποι, διαφορετικοί δρόμοι, διαφορετικοί τρόποι να σταθεί κανείς μέσα στον ίδιο κόσμο».
ΓΕΡΜΑ – Η ανεκπλήρωτη
Θέατρο Τέχνης Κ. Κουν, Υπόγειο, 25 Δεκ – 15 Μαρ 2026
Εισιτήρια & πληροφορίες εδώ