Λυγμοί μακρόσυρτοι Απ’ τα βιολιά Του φθινοπώρου Σφίγγουνε την καρδιά μου Με τη μονότονη Θηλιά του πόνου. Βαριά η ανάσα…
Το ρόδι του τραπεζιού ράγισε… Οι ξεραμένοι χυμοί απέσπασαν την προσοχή, λέρωσαν το ύφασμα. Βρομιά στη βρομιά δεν την αντιλαμβάνεσαι.
Στην εκταφή της μάνας μας θα ᾽πρεπε να ερχόσουν -το σπάρτο πώς σκόρπαγε την άχνα της γης- πέρα κει στο…
Στις όχτες του ποταμιού που εφύσαγε κι οι πέτρες ήτανε δίχως χαρά, μ' ένα κρύο, αδέκαστο φως. Kυρίες φιλοθεάμονες τον…
Απάνω στο τραπέζι είχανε στήσει ένα κεφάλι από πηλό τους τοίχους τους είχαν στολίσει με λουλούδια απάνω στο κρεβάτι είχανε…
Μονάχος σου, σε αψηλό χωριό απομονωμένος, δίχως μάνα να σου καρικώνει τις κάλτσες, δίχως φίλους για βόλτα, τότε θα νιώσεις…
Έφηβε της Αθήνας, μείνε πιστός Στον εαυτό σου, Και στο Ανεξήγητο ̶ Προδοσία καθετί πέρα απ’ αυτό ̶
Μοναξιά είναι να κάθεσαι σε μια γωνιά στα έβερεστ της Πειραιώς τέσσερις και τριάντα πέντε ακριβώς τη μέρα που πέθανε…
Ξέχασα κείνο το μικρό κορίτσι από το Aμόι και τη μουλάτρα που έζεχνε κρασί στην Tενερίφα, τον έρωτα, που αποτιμάει…