Nachts, του Γιάννη Αντιόχου

Τη νύχτα
ησυχάσαμε μέσα στη φωτιά·
τα πυρακτωμένα μας στόματα
μάτωσαν το σκοτάδι

Απ’ το πρωί
τα πουλιά δεν πετούν
και τα δοκάρια της οροφής
συρρικνώνονται και τρίζουν

Πώς μίκρυνε η κάμαρα;

Έχω γείρει πάνω σου
και λυπάμαι
που δεν ξέρω
τ’ όνομά σου.

POPAGANDA

Share
Published by
POPAGANDA