

Η Μάρθα Φριντζήλα όταν ανεβαίνει στη σκηνή, είναι σαν να ανοίγει μια μυστική πόρτα. Μπαίνεις μέσα και για όση ώρα βρίσκεσαι εκεί, αλλάζει η ζωή σου. Μια δημιουργός που εδώ και χρόνια κινείται με την ίδια φυσικότητα ανάμεσα στο τραγούδι, το θέατρο, την ποίηση, την τρυφερότητα και το χιούμορ και που, αν το αποφασίσει, μπορεί να πει μια ολόκληρη αλήθεια μέσα από μια σιωπή.
Από σήμερα και για όλες τις Δευτέρες του Δεκέμβρη επιστρέφει στο Κύτταρο με το Kubara Project – Reloaded, παρέα με τους υπέροχους μουσικούς της και, φυσικά, τα Καλογεράκια, αυτούς που αποκαλεί «τις μπαταρίες της» και που λειτουργούν σαν ένα είδος σκηνικής οικογένειας που δεν χρειάζεται εξηγήσεις ή πρόβες για να συντονιστεί. Μαζί χτίζουν έναν κόσμο όπου συνυπάρχουν ποίηση, ηλεκτρισμός, αλληλεγγύη, χιούμορ και ένας υπόγειος παλμός που κάνει πάντα το κοινό να αισθάνεται ότι συμμετέχει σε μια τελετουργία και όχι σε μια απλή συναυλία.

Photo: ©Panos Andrianos
Οι παραστάσεις της δεν είναι ποτέ ίδιες, ξεκινούν με δομή, έχουν αρχή, μέση, τέλος, αλλά από εκεί και πέρα η Μάρθα αφήνει τον μαγνητισμό της να διαμορφώσει το τοπίο. Έχει αυτή την ικανότητα να παρασύρει χωρίς να παρασύρεται, να παραμένει αληθινή ενώ γύρω της ξεχειλίζει το «σκηνικό γλέντι», να χαρίζει χώρο στο κοινό και ταυτόχρονα να το καθοδηγεί. Κι όταν τραγουδά, όλα όσα την τρομάζουν ή όσα συνήθως σιωπά, μεταμορφώνονται: το τραγούδι γίνεται μάσκα, όπλο, ημερολόγιο.
Όπως μου είπε στην κουβέντα που κάναμε, ο νέος δίσκος που ετοιμάζει είναι κυριολεκτικά αυτό: ένα ημερολόγιο. Λέξεις δικές της, κομμάτια ετών, που τα εμπιστεύτηκε στα Καλογεράκια για να τα μελοποιήσουν και να τα φέρουν στη σκηνή σαν κάτι πολύ προσωπικό και, ταυτόχρονα, συλλογικό. Και κάπως έτσι εξηγείται αυτό το ανεξήγητο που συμβαίνει στα live της: άνθρωποι άγνωστοι γίνονται «αδέρφια», η σκηνή γίνεται οδόφραγμα και παρηγοριά μαζί, και όσα λέγονται (ή δεν λέγονται) αφήνουν πάνω σου ένα ίχνος.
Γιατί αυτή είναι η Μάρθα Φριντζήλα: άμεση, χορταστική, ακομπλεξάριστη, γήινη και ταυτόχρονα υπερκόσμια γιατί αυτό που φέρνει μαζί της κάθε φορά είναι μια πρόσκληση να αλλάξεις λίγο τη ζωή σου. Απόψε ανοίγει πάλι η πόρτα και μπαίνουμε μέσα.

Photo: ©Μάνος Καραχάλιος
Το Kubara Project επιστρέφει “Reloaded”. Στο Κύτταρο χτίζετε έναν “κόσμο” όπου συνυπάρχουν ποίηση, αλληλεγγύη και ηλεκτρισμός. Ποια είναι η δική σου εσωτερική τελετουργία πριν ανέβεις στη σκηνή για να μπεις σε αυτή την ενέργεια;
Kάνω την σκέψη πως στο κοινό βρίσκεται κάποιος που θέλει να αλλάξει την ζωή του προς το καλύτερο, να πάρει μια δύσκολη απόφαση ας πούμε για να την αλλάξει, και χρειάζεται ένα μικρό σπρώξιμο από εμάς.
Οι παραστάσεις σου συχνά ξεκινούν ως συναυλία και καταλήγουν σε εξομολόγηση, γιορτή, ψυχανάλυση, sometimes stand-up. Πόσο συνειδητό είναι αυτό; Πόσο το αφήνεις να σε παρασύρει το κοινό;
Μας αρέσει να παρασύρουμε το κοινό και όχι να μας παρασύρει. Γι’ αυτό φτιάχνουμε παραστάσεις με αρχή μέση και τέλος με “σκηνοθετημένα” κάποιες φορές νούμερα και με συγκεκριμένη σειρά. Έτσι είμαστε ελεύθεροι να ξεφεύγουμε, να αυτοσχεδιάζουμε, να παρασυρόμαστε στιγμιαία από το κοινό και να επιστρέφουμε σε ασφαλές έδαφος.
Το θέμα είναι να το λες καλά το ψέμα. Όποιος το λέει καλύτερα επιβιώνει
Με τα Καλογεράκια έχετε μια σχέση βαθιά καλλιτεχνική αλλά και ανθρώπινη. Τι θεωρείς ότι σου προσφέρουν στη σκηνή που δεν μπορεί να στο δώσει κανείς άλλος;
Το έχει πει πολύ ωραία η φίλη μου η Ελένη Κοκκίδου: τα Καλογεράκια είναι οι μπαταρίες μου, τα κοιτώ και φορτίζομαι. Πατούν γερά στην σκηνή, δεν έχουν ανασφάλειες κι απωθημένα, είναι ακομπλεξάριστοι και δεν χάνουν το κέφι και το χιούμορ τους. Δεν τα συναντάς συχνά στους καλλιτέχνες αυτά τα χαρακτηριστικά, ειδικά σε τόσο νέους.
Λες συχνά ότι μέσα στη μουσική χωράνε όλα: γέλιο, σπαραγμός, σιωπή. Μετά από τόσα χρόνια ποια “σιωπή” μέσα σου νιώθεις ότι μεταμορφώνεται πιο έντονα όταν τραγουδάς;
Όταν τραγουδώ μπορώ να πω τα πάντα. Όσα με φοβίζουν και με κάνουν να σιωπώ, όσα κρύβω, όσα θέλω να ξορκίσω. Το τραγούδι είναι μάσκα και όπλο μαζί.
Ετοιμάζεις και νέο δίσκο. Ποια ανάγκη ή ποια εποχή της ζωής σου σου υπαγόρευσε το περιεχόμενό του; Τι θεωρείς ότι θα ακούσει το κοινό και θα πει “αυτό μόνο η Μάρθα μπορεί να το πει έτσι”;
Νομίζω πως επειδή ο δίσκος αυτός περιλαμβάνει κείμενα, ποιήματα και στιχάκια δικά μου, τα οποία είναι τα περισσότερα πολύ προσωπικά, το κοινό θα πει “αυτό μόνο η Μάρθα μπορεί να το πει έτσι” για όλο τον δίσκο. Δεν είναι καινούργιο υλικό. Είναι το ημερολόγιό μου κατά μία έννοια, πράγματα που γράφω εδώ και χρόνια. Τα έδωσα στα Καλογεράκια γιατί ήθελα να κάνουμε κάτι με αυτά και ο Μιχάλης αμέσως ξεκίνησε να τα μελοποιεί. Έτσι προέκυψαν καμιά εικοσαριά τραγούδια από τα οποία τα δεκατρία μάλλον θα μπουν στον δίσκο.
Στις παραστάσεις σου υπάρχει πάντα μια διάθεση κοινότητας, σαν να είστε μια μεγάλη παρέα. Πώς χτίζεται αυτή η οικειότητα με κόσμο που δεν γνωρίζεις, αλλά τελικά νιώθεις ότι σε γνωρίζει πολύ καλά;
Είναι σχεδόν μαγικό αυτό που συμβαίνει με την σκηνική τέχνη. Ξεκινά η παράσταση δίχως να γνωρίζεις για ποιον παίζεις ή τραγουδάς, στην αρχή είναι όλοι άγνωστοι, και μόλις υπάρξει συντονισμός και συγκίνηση γινόμαστε όλοι αδέρφια. Αν το ζητούμενο και του καλλιτέχνη και του κοινού είναι το μοίρασμα, ο συντονισμός και η συγκίνηση, τότε συμβαίνει αυτή η μαγεία.

Photo: ©Μάνος Καραχάλιος
Η έννοια της ‘αφοσίωσης’ επανέρχεται στα λάιβ σου, ακόμη κι αν είναι άτυπη. Πιστεύεις ότι οι καλλιτέχνες σήμερα ζητούν ή δικαιούνται πίστη από το κοινό; Και πότε νιώθεις ότι την ανταποδίδεις;
Κανείς δεν μας χρωστά και δεν χρωστούμε τίποτα. Το κοινό έχει το δικαίωμα να σε λατρεύει και να σε μισεί ανάλογα με τα κέφια του. Δεν τρέφω αυταπάτες. Ο ίδιος άνθρωπος που τώρα κρέμεται από τα χείλη μου, αύριο μπορεί να μην θέλει να με δει στα μάτια του αν πω κάτι που δεν του αρέσει. Προσφέρουμε την τέχνη μας με πολλή αγάπη χωρίς να ζητάμε ανταπόδοση και όταν το κοινό το εισπράττει είμαστε χαρούμενοι και νιώθουμε πλήρεις.
Συνεχίζουμε να παλεύουμε με τα θηρία της πατριαρχίας σαν τις μονομάχους για τα αυτονόητα
Τι κουβαλάς μαζί σου στη σκηνή από την παιδική ή εφηβική Μάρθα — κάτι που δεν μπορείς να αποτινάξεις με τίποτα;
Έναν κανιβαλισμό κι ένα τρολλάρισμα και αυτοτρολλάρισμα που με χαρακτηρίζουν από μικρή και μάλλον δεν θέλω να αποχωριστώ.
Σήμερα όλοι μιλάνε για «αυθεντικότητα». Ποιο είναι το μεγαλύτερο ψέμα που βλέπεις στη μουσική σκηνή γύρω σου;
Δεν με πείθει το γλέντι που γίνεται πάνω στην σκηνή, το πόσο καλά περνάμε. Αλλά ξέρω πως είναι μέρος της δουλειάς μας, κι εγώ το έχω κάνει. Το θέμα είναι να το λες καλά το ψέμα. Όποιος το λέει καλύτερα επιβιώνει.

Photo: ©Panos Andrianos
Υπάρχει ένα τραγούδι που νιώθεις ότι λειτουργεί σαν ξόρκι και κάθε φορά που το λες, αλλάζει το δωμάτιο, τη νύχτα και το σώμα σου;
Ανάλογα με το πώς νιώθω το δωμάτιο, τη νύχτα και το σώμα μου, αλλάζει και το ξόρκι. Άλλες φορές είναι η Λιλήθ ή η Περσεφόνη, κι άλλες φορές το Κομμωτριάκι ή το Τράβα μπρος. Υπάρχει βέβαια ένα τραγούδι που θέλω κάθε φορά να το λένε τα Καλογεράκια για να το ακούσουν όλοι και να το καταλάβουν: Το προσωπικό.
Υπάρχει μια τάση να μας αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι άντρες ως μανάδες ή ως γκόμενες και όχι ως καλλιτέχνες
Σήμερα πολλές γυναίκες στον χώρο μιλούν ανοιχτά για τα θέματα ισότητας. Ποια αλλαγή θεωρείς ότι έχει γίνει πραγματική και ποια παραμένει καθαρά θεωρητική;
Δύσκολη ερώτηση. Έχω την εντύπωση πως οι αλλαγές είναι κυρίως θεωρητικές, στην αρένα τα πράγματα είναι πολύ σκληρά. Συνεχίζουμε να παλεύουμε με τα θηρία της πατριαρχίας σαν τις μονομάχους για τα αυτονόητα.
Ως γυναίκα που δημιουργεί, σκηνοθετεί και ηγείται μιας μουσικής κοινότητας, ποιο ήταν το πιο δύσκολο εμπόδιο;
Υπάρχει μια τάση να μας αντιμετωπίζουν οι περισσότεροι άντρες ως μανάδες ή ως γκόμενες και όχι ως καλλιτέχνες. Άλλοτε ζητούν την προσοχή μας και την φροντίδα μας, άλλοτε το ενδιαφέρον και την επιβράβευση κι άλλοτε μας νουθετούν και μας καθοδηγούν χωρίς να τους το έχουμε ζητήσει. Είναι κοινωνικά βαθιά ριζωμένα τα στερεότυπα και είναι εμπόδιο.

Photo: ©Κωνσταντίνος Σαλασίδης
Στα λάιβ σου λες ότι “όλοι γινόμαστε αφηγητές, σαμάνοι, συνταξιδιώτες κι εραστές”. Ποια ιστορία κουβαλάς αυτή την εποχή που ανυπομονείς να μοιραστείς με όσους έρθουν τις Δευτέρες στο Κύτταρο;
Ω, είναι πολλές αυτές που ανυπομονώ να μοιραστώ: την ιστορία του Λάκη και του Κουτεντέ, την ιστορία για τις τελευταίες γενιές των κοριτσιών των ταμείων, την ιστορία που λέει ο Βασίλης για τα μαύρα μάτια και ο Κώστας για τη βαλίτσα, την ιστορία του Στρατιώτη!
